- στασιαστής
- οαυτός που στασιάζει: Οι στασιαστές καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στασιαστής — one who stirs up sedition masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστής — ο, ΝΜΑ [στασιάζω] άτομο που υποκινεί σε στάση, που ξεσηκώνει άλλους σε ανταρσία νεοελλ. άτομο που μετέχει σε στασιαστικό κίνημα αρχ. ζυγιστής σε εριουργείο … Dictionary of Greek
στασιασταῖς — στασιαστής one who stirs up sedition masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιασταί — στασιαστής one who stirs up sedition masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστοῦ — στασιαστής one who stirs up sedition masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστῇ — στασιαστής one who stirs up sedition masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστήν — στασιαστής one who stirs up sedition masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστῶν — στασιαστής one who stirs up sedition masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστάς — στασιαστά̱ς , στασιαστής one who stirs up sedition masc acc pl στασιαστά̱ς , στασιαστής one who stirs up sedition masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την … Dictionary of Greek